αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
αμπερομετρία — η ή πολαρομετρική τιτλοδότηση Χημ. μέθοδος τιτλοδότησης, στην αναλυτική χημεία, κατά την οποία προσδιορίζεται το τελικό σημείο αντιδράσεων με μετρήσεις ηλεκτρικού ρεύματος … Dictionary of Greek
ιωδομετρία — και ιωδιομετρία, ή χημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας που συνίσταται στην τιτλοδότηση τού στοιχειακού ιωδίου το οποίο ελευθερώνεται κατά τη διάρκεια μιας οξειδοαναγωγικής αντίδρασης με τη βοήθεια πρότυπου διαλύματος θειοθειικού νατρίου και… … Dictionary of Greek
μικροτιτλοδότηση — η χημ. η τιτλοδότηση ορισμένης ουσίας σε ένα δείγμα υλικού πολύ μικρής μάζας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό (πρβλ. γαλλ. microdosage] … Dictionary of Greek
οξ(ε)ιδιμετρία — η χημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας με την οποία γίνεται ο ποσοτικός προσδιορισμός, δηλ. η τιτλοδότηση, μιας ουσίας με οξειδοαναγωγική αντίδραση, αλλ. αναγωγιμετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. oxydoreductimetrie < oxydo… … Dictionary of Greek
οξυμετρία — η χημ. τεχνική ογκομετρικής χημικής ανάλυσης που επιτρέπει την τιτλοδότηση, δηλαδή τον ποσοτικό προσδιορισμό τών οξέων που περιέχονται σε ένα διάλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μετρία*. Η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. acidimetrie και μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
τιτλοδοτώ — Ν 1. καθορίζω την αναλογία των συστατικών μιας ουσίας 2. καθορίζω την αναλογία τών συστατικών μερών ενός κράματος 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τιτλοδοτημένος, η, ο χημ.. (για διάλυμα) α) αυτός τού οποίου ο τίτλος είναι γνωστός και χρησιμοποιείται για … Dictionary of Greek
δείκτες — I (Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα.… … Dictionary of Greek
χηλισμός — Χημική αντίδραση, που οδηγεί στον σχηματισμό κυκλικών ενώσεων, ιδιαίτερα σταθερών, μεταξύ μεταλλικών ατόμων και οργανικών μορίων· οι ενώσεις αυτές ονομάζονται χηλικές. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1920 από τους Μόργκαν και Ντριου, και … Dictionary of Greek