τιτλοδότηση

τιτλοδότηση
η, Ν
χημ.
1. τεχνική προσδιορισμού τής άγνωστης περιεκτικότητας ορισμένου συστατικού ενός δείγματος μιας ουσίας με την ακριβή μέτρηση τής ποσότητας μιας άλλης ουσίας, με την οποία η πρώτη αντιδρά υπό καθορισμένη γνωστή αναλογία
2. καθορισμός τής αναλογίας τών στοιχείων ενός κράματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιτλοδοτώ. Η λ., στον λόγιο τ. τιτλοδότησις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ἑστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… …   Dictionary of Greek

  • αμπερομετρία — η ή πολαρομετρική τιτλοδότηση Χημ. μέθοδος τιτλοδότησης, στην αναλυτική χημεία, κατά την οποία προσδιορίζεται το τελικό σημείο αντιδράσεων με μετρήσεις ηλεκτρικού ρεύματος …   Dictionary of Greek

  • ιωδομετρία — και ιωδιομετρία, ή χημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας που συνίσταται στην τιτλοδότηση τού στοιχειακού ιωδίου το οποίο ελευθερώνεται κατά τη διάρκεια μιας οξειδοαναγωγικής αντίδρασης με τη βοήθεια πρότυπου διαλύματος θειοθειικού νατρίου και… …   Dictionary of Greek

  • μικροτιτλοδότηση — η χημ. η τιτλοδότηση ορισμένης ουσίας σε ένα δείγμα υλικού πολύ μικρής μάζας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό (πρβλ. γαλλ. microdosage] …   Dictionary of Greek

  • οξ(ε)ιδιμετρία — η χημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας με την οποία γίνεται ο ποσοτικός προσδιορισμός, δηλ. η τιτλοδότηση, μιας ουσίας με οξειδοαναγωγική αντίδραση, αλλ. αναγωγιμετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. oxydoreductimetrie < oxydo… …   Dictionary of Greek

  • οξυμετρία — η χημ. τεχνική ογκομετρικής χημικής ανάλυσης που επιτρέπει την τιτλοδότηση, δηλαδή τον ποσοτικό προσδιορισμό τών οξέων που περιέχονται σε ένα διάλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μετρία*. Η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. acidimetrie και μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • τιτλοδοτώ — Ν 1. καθορίζω την αναλογία των συστατικών μιας ουσίας 2. καθορίζω την αναλογία τών συστατικών μερών ενός κράματος 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τιτλοδοτημένος, η, ο χημ.. (για διάλυμα) α) αυτός τού οποίου ο τίτλος είναι γνωστός και χρησιμοποιείται για …   Dictionary of Greek

  • δείκτες — I (Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα.… …   Dictionary of Greek

  • χηλισμός — Χημική αντίδραση, που οδηγεί στον σχηματισμό κυκλικών ενώσεων, ιδιαίτερα σταθερών, μεταξύ μεταλλικών ατόμων και οργανικών μορίων· οι ενώσεις αυτές ονομάζονται χηλικές. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1920 από τους Μόργκαν και Ντριου, και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”